- άσκοπο
- беcцелно
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αλιώ — ἁλιῶ ( όω) (Α) [ἅλιος (ΙΙ)] 1. καθιστώ ανώφελο, άσκοπο, μάταιο, παρεμποδίζω, ανατρέπω, ματαιώνω 2. αφανίζω, καταστρέφω … Dictionary of Greek
περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… … Dictionary of Greek
ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία … Dictionary of Greek
ματαιότητα — η το να είναι κάτι άσκοπο, ανώφελο: Μας μίλησε για τη ματαιότητα των υλικών αγαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)